- κατασκληρύνομαι
- κατασκληρ-ύνομαι [pron. full] [ῡ], [voice] Pass.,A become hard, Thphr.CP4.12.9, Gal.11.531.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατασκληρύνομαι — (Α) [κατάσκληρος] γίνομαι κατάσκληρος … Dictionary of Greek